βοτρυοπαις

βοτρυοπαις
    βοτρυόπαις
    βοτρυό-παις
    -παιδος adj.
    1) рождающий виноградные гроздья
    

(ἄμπελος Theocr.)

    2) порождаемый виноградом
    

(χάρις Βρομίου Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βοτρυοπαις" в других словарях:

  • βοτρυόπαις — ( παιδος), ο, η (Α) 1. φρ. «βοτρυόπαις ἄμπελος» το κλήμα που παράγει σταφύλια 2. φρ. «βοτρυόπαις χάρις» αυτή που προέρχεται από τα σταφύλια …   Dictionary of Greek

  • βοτρυόπαις — grape born masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτρυόπαιδα — βοτρυόπαις grape born masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… …   Dictionary of Greek

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»